αβαυκάλιστος

αβαυκάλιστος
-η, -ο [βαυκαλίζω]
1. αυτός που δεν αποκοιμήθηκε ή δεν μπορεί να αποκοιμηθεί με νανούρισμα, ο ανανούριστος
2. αυτός που δεν ξεγελάστηκε ή δεν μπορεί να ξεγελαστεί με απατηλές υποσχέσεις, αξεγέλαστος, απαραπλάνητος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”